- πανούργος
- -α, -ο / πανοῡργος, -ον, ΝΜΑ(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ.β. «ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος», ΠΔ)αρχ.1. (με διφορούμενη κακή σημ.) επιτήδειος, εφευρετικός, ευφυής, έξυπνος, διορατικός, τετραπέρατος («πάντων τῶν ζῷων... ἄνθρωπος... δοκοῡν εἶναι πανουργότατον», Πολ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανοῡργαοι πανούργοι κατά το είδος, οι πονηροί άνθρωποι3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πανούργονη πανουργία.επίρρ...πανούργως Α1. με δόλιο τρόπο, με απάτη, με πονηρία2. με επιτηδειότητα, με εξυπνάδα3. με νοθεία («πέπερι πανούργως κατασκευαζόμενον», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. πᾶν ἔργον (ποιῶν), κατά το κακοῦργος (βλ. και λ. κακούργος)].
Dictionary of Greek. 2013.